Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

στεγάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος στεγάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στεγάζω
  3. θα στεγάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στεγάζω