Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις στα, τυφλό και τυφλός (κυριολεκτικά: με τυφλό τρόπο)

  Έκφραση επεξεργασία

  1. χωρίς να βλέπω
  2. χωρίς να ξέρω, στην τύχη
     συνώνυμα: στα κουτουρού