Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σταυρωσάντων

  • γ΄ πρόσωπο πληθυντικού στην προστακτική ενεργητικού αορίστου του ρήματος σταυρῶ (σταυρόω)

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

σταυρωσάντων

  1. γενική πληθυντικού του σταυρώσας
  2. γενική πληθυντικού του σταυρῶσαν (ουδέτερο του σταυρώσας)