σταυρούντων
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
σταυρούντων
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
σταυρούντων
- γενική πληθυντικού του σταυρῶν
- γενική πληθυντικού του σταυροῦν (ουδέτερο του σταυρῶν)
- → δείτε τη λέξη σταυρῶ
σταυρούντων
σταυρούντων