Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

στασιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος στασιάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στασιάζω
  3. θα στασιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στασιάζω