σταματήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασταματήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σταματώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σταματώ
- θα σταματήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σταματώ