Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταθμαρχεῖον (μαρτυρείται από το 1833) [1] < → και δείτε τη λέξη σταθμαρχείο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταθμαρχεῖον, -ου ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ελληνικοί Κώδικες [1833] - σελ. 9, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου