Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σταθεροποιηθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σταθεροποιούμαι
  2. θα σταθεροποιηθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σταθεροποιούμαι