Ετυμολογία

επεξεργασία
στένωση του πυλωρού < → δείτε τις λέξεις στένωση και πυλωρός

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

στένωση του πυλωρού θηλυκό

  • (ιατρική): νεογνική δυσπλασία του πυλωρού λόγω υπερτροφίας της τελικής άκρης του δωδεκαδακτύλου με συνέπεια τον εμετό, ενώ στους ενήλικες αποτελεί συνέπεια έλκους.

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία