Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στάθμισις < σταθμί(ζω) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στάθμισις, -εως θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία