στάθμισις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στάθμισις < σταθμί(ζω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστάθμισις, -εως θηλυκό
- (καθαρεύουσα) στάθμιση
- άλλη γραφή: στάθμησις < ρήμα σταθμῶ
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .