σσύλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σσύλος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασσύλος ουδέτερο
- (κυπριακά) σκύλος
- ※ Δκιαβάζ' ο σσύλος αναπάν, δκιαβάζει τζαι λιμάγκραν
- Κυπριακή παροιμία. Νεοκλής Γ. Κυριαζής, Κυπριακαί παροιμίαι (Λάρνακα 1940, σ. 357), όπως παρατίθεται στην καταχώριση «Ταυρά ο σσύλλος αναπάν, ταυράει τζαι λιμάγκραν», στον ιστοχώρο του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών· πρόσβαση: 2022-05-30.
- ※ Δκιαβάζ' ο σσύλος αναπάν, δκιαβάζει τζαι λιμάγκραν