σπιτώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασπιτώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σπιτώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σπιτώνω
- θα σπιτώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σπιτώνω