Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπιρτόζος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

σπιρτόζος

  • που έχει σπιρτάδα στο μυαλό, που έχει ευστροφία και είναι έξυπνος

  Μεταφράσεις επεξεργασία