Ετυμολογία

επεξεργασία
σπιρτόζος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

σπιρτόζος

  • που έχει σπιρτάδα στο μυαλό, που έχει ευστροφία και είναι έξυπνος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία