σπαταλήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
σπαταλήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σπαταλώ
- θα σπαταλήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σπαταλώ
σπαταλήσουν