Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σπαθίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σπαθίζω
  2. θα σπαθίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σπαθίζω