σπήκερ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπήκερ < → δείτε τη λέξη σπίκερ
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπήκερ αρσενικό άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπήκερ
→ δείτε τη λέξη σπίκερ |
σπήκερ αρσενικό άκλιτο
→ δείτε τη λέξη σπίκερ |