σουπιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασουπιάζω
- γίνομαι νερουλός όπως η σούπα, νερουλιάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σουπιάζω | σούπιαζα | θα σουπιάζω | να σουπιάζω | σουπιάζοντας | |
β' ενικ. | σουπιάζεις | σούπιαζες | θα σουπιάζεις | να σουπιάζεις | σούπιαζε | |
γ' ενικ. | σουπιάζει | σούπιαζε | θα σουπιάζει | να σουπιάζει | ||
α' πληθ. | σουπιάζουμε | σουπιάζαμε | θα σουπιάζουμε | να σουπιάζουμε | ||
β' πληθ. | σουπιάζετε | σουπιάζατε | θα σουπιάζετε | να σουπιάζετε | σουπιάζετε | |
γ' πληθ. | σουπιάζουν(ε) | σούπιαζαν σουπιάζαν(ε) |
θα σουπιάζουν(ε) | να σουπιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σούπιασα | θα σουπιάσω | να σουπιάσω | σουπιάσει | ||
β' ενικ. | σούπιασες | θα σουπιάσεις | να σουπιάσεις | σούπιασε | ||
γ' ενικ. | σούπιασε | θα σουπιάσει | να σουπιάσει | |||
α' πληθ. | σουπιάσαμε | θα σουπιάσουμε | να σουπιάσουμε | |||
β' πληθ. | σουπιάσατε | θα σουπιάσετε | να σουπιάσετε | σουπιάστε | ||
γ' πληθ. | σούπιασαν σουπιάσαν(ε) |
θα σουπιάσουν(ε) | να σουπιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σουπιάσει | είχα σουπιάσει | θα έχω σουπιάσει | να έχω σουπιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σουπιάσει | είχες σουπιάσει | θα έχεις σουπιάσει | να έχεις σουπιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σουπιάσει | είχε σουπιάσει | θα έχει σουπιάσει | να έχει σουπιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σουπιάσει | είχαμε σουπιάσει | θα έχουμε σουπιάσει | να έχουμε σουπιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σουπιάσει | είχατε σουπιάσει | θα έχετε σουπιάσει | να έχετε σουπιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σουπιάσει | είχαν σουπιάσει | θα έχουν σουπιάσει | να έχουν σουπιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σουπιάζω
|
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 127.