Ετυμολογία

επεξεργασία
σουκρούτ < (άμεσο δάνειο) γαλλική choucroute < αλεμαννική Sürkrüt

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σουκρούτ ουδέτερο άκλιτο

  • (γαστρονομία) κεντροευρωπαϊκό πιάτο με λευκό, ελαφρώς οξινισμένο από την αρχή της ζύμωσης, ψιλοκομμένο λάχανο που σερβίρεται συνήθως με λουκάνικο

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία