Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σορτ < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsoɾt/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σορτ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία