σμίκρυνσις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σμίκρυνσις (μαρτυρείται από το 1879) [1] < σμικρύν(ω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίασμίκρυνσις, -εως θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η σμίκρυνση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 916, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου