Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκόρσο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκόρσο
<
ιταλική
scorso
(τελευταίος)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκόρσο
ουδέτερο
(
κυπριακά
) το
ταρακούνημα
(
κυπριακά
) η
κούραση
, π.χ. δουλειά με πολύ σκόρσο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκόρσο