σκοπεύσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
σκοπεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σκοπεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκοπεύω
- θα σκοπεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκοπεύω