σκληρύνει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασκληρύνει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σκληραίνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκληραίνω
- θα σκληρύνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκληραίνω