σκιαχτούμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασκιαχτούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκιάζομαι
- θα σκιαχτούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκιάζομαι
σκιαχτούμε