σκεφτεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασκεφτεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σκέφτομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκέφτομαι
- θα σκεφτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκέφτομαι