σκαρφαλώσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
σκαρφαλώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σκαρφαλώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκαρφαλώνω
- θα σκαρφαλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκαρφαλώνω