Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σκαρίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σκαρίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκαρίζω
  3. θα σκαρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκαρίζω