σκανδαλίσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασκανδαλίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκανδαλίζω
- θα σκανδαλίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκανδαλίζω