σκάλπερ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκάλπερ < αγγλική scalper • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκάλπερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (νεολογισμός) κερδοσκόπος, που εκμεταλλεύεται πελάτες (που τους «παίρνει το σκαλπ», που τους γδέρνει)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκάλπερ
|