Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκάλπερ < αγγλική scalper • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκάλπερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία