Ετυμολογία

επεξεργασία
σιτονόμος < σῖτ(ος) + -ο- + -νόμος < νέμω

  Επίθετο

επεξεργασία

σιτονόμος, -ος, -ον

  • κυριολεκτικά που μετρά και παρέχει σιτάρι, ο τροφοδότης, αυτός που διανέμει τρόφιμα