σιγοβράσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
σιγοβράσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σιγοβράζω
- θα σιγοβράσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σιγοβράζω
σιγοβράσετε