Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σιγοβράσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σιγοβράζω
  2. θα σιγοβράσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σιγοβράζω