Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σημειώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σημειώνω
  2. θα σημειώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σημειώνω