σημειώσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
σημειώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σημειώνω
- θα σημειώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σημειώνω
σημειώσουμε