Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σηκώνω χέρι, < → δείτε τις λέξεις σηκώνω και χέρι.

  Έκφραση επεξεργασία

σηκώνω χέρι

  • χειροδικώ, ή απειλώ να χτυπήσω

  Μεταφράσεις επεξεργασία