σερβί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /seɾˈvi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σερ‐βί
Ουσιαστικό
επεξεργασίασερβί ουδέτερο άκλιτο
- (χαρτοπαίγνιο) η άρνηση του παίχτη να αλλάξει χαρτιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία σερβί
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)