Ετυμολογία

επεξεργασία
σερβί < γαλλική servi < μετοχή του ρήματος servir (υπηρετώ)[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σερβί ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)