Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεπαρέ < γαλλική séparé

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σεπαρέ ουδέτερο άκλιτο

  • απομονωμένος χώρος σε κέντρο διασκέδασης για πελάτες που χρειάζονται να μείνουν μόνοι μεταξύ τους

  Μεταφράσεις επεξεργασία