σεπαρέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σεπαρέ ουδέτερο άκλιτο
- απομονωμένος χώρος σε κέντρο διασκέδασης για πελάτες που χρειάζονται να μείνουν μόνοι μεταξύ τους
Μεταφράσεις επεξεργασία
σεπαρέ
|
σεπαρέ ουδέτερο άκλιτο
|