Ετυμολογία

επεξεργασία
σεκερλή < τουρκική şekerli < şeker (ζάχαρη)

  Επίθετο

επεξεργασία

σεκερλή γενική του σεκερλής

  1. γλυκός, με ζάχαρη (καφές)
    ※  Οί δυό φίλοι δήλωσαν πώς κι έκείνοι σεκερλή καϊμακλή τόν πίνουν καί θάρρεψαν πώς τέλειωσαν τά βάσανά τους (Μ. Καραγάτσης, Σέργιος και Βάκχος, Βιβλ. της Εστίας, 1982)
  2. ζαχαράτος, ζαχαρωμένος
  3. παρασκευαστής γλυκών
    ※  Ξεχωριστή στιγμή της εκδήλωσης ήταν η βράβευση του κ. ..... , του παλιού σεκερλή, από το Δήμαρχο για την προσφορά του στο γλυκό της...(περιοχής) [1]

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία