σεκερλή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασεκερλή γενική του σεκερλής
- γλυκός, με ζάχαρη (καφές)
- ※ Οί δυό φίλοι δήλωσαν πώς κι έκείνοι σεκερλή καϊμακλή τόν πίνουν καί θάρρεψαν πώς τέλειωσαν τά βάσανά τους (Μ. Καραγάτσης, Σέργιος και Βάκχος, Βιβλ. της Εστίας, 1982)
- ζαχαράτος, ζαχαρωμένος
- παρασκευαστής γλυκών
- ※ Ξεχωριστή στιγμή της εκδήλωσης ήταν η βράβευση του κ. ..... , του παλιού σεκερλή, από το Δήμαρχο για την προσφορά του στο γλυκό της...(περιοχής) [1]
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σεκερλή
|