Ετυμολογία

επεξεργασία
Σεκερλή < σεκερλής < τουρκική şekerli < şeker (ζάχαρη)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σεκερλή θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία