σβολώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σβολώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
σβολώνω
- (ιδιωματικό) (κρητικά) κτυπώ
- Όσε μέρες θα ’στε στον Αμαλό, το τουφέκι θα ’ναι δικό σου. Να ’χεις μόνο το νου σου να μη σε σβολώσει. (Ιωάννης Κονδυλάκης, Πρώτη αγάπη)
- Έχω κάτι χάπια που έπαιρνε ο γιος του παπα-Φάνη, όταν σβολώθηκε με τη μηχανή. (*)
- Την ώρα που κρέμαγε κουρτίνες, εχάζευε στο twitter, κι έπεσε και σβολώθηκε
Μεταφράσεις επεξεργασία
σβολώνω
|