σβολιάσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασβολιάσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σβολιάζω
- θα σβολιάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σβολιάζω
σβολιάσουμε