σβανάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σβανάρω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zvaˈna.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σβα‐νά‐ρω
Ρήμα
επεξεργασίασβανάρω
- μεθάω, μπεκρουλιάζω, μεθοκοπάω [1]
- ※ Σαν το θωρούν τ’ αδέρφια μου πεισμώνουν και με δέρνουν, και κλαίγω κι αγριεύω. Σαν το σβανάρω στα γερά, τα χάχανα με παίρνουν και τους κοροϊδεύω!
- Γεώργιος Βιζυηνός, Ο Μάρτιος εν Κρήτη
- ※ Σαν το θωρούν τ’ αδέρφια μου πεισμώνουν και με δέρνουν, και κλαίγω κι αγριεύω. Σαν το σβανάρω στα γερά, τα χάχανα με παίρνουν και τους κοροϊδεύω!
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σβανάρω
→ δείτε τη λέξη μεθάω |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .