Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σατιρίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σατιρίζω
  2. θα σατιρίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σατιρίζω