σατιρίσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασατιρίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σατιρίζω
- θα σατιρίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σατιρίζω
σατιρίσουν