Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σατιρίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σατιρίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σατιρίζω
  3. θα σατιρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σατιρίζω