σαπρία
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαπρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαπρία θηλυκό
- σαπίλα, σαπρότης, αποσύνθεση
- ※ Εύρων Κομητάς τας Ομηρείους βίβλους εφθαρμένας τε κουδαμώς έστιγμένας,
- στίξας διεσμίλευσα ταύτας εντέχνως, την σαπρίαν ρίψας μεν ως αχρηστίαν,
- γράψας δ' εκαινούργησα την ευχρηστίαν εντεύθεν οι γράφοντες ουκ εσφαλμένως (Κομητάς, Παλατινή Ανθολογία, AP 15.38)
Πηγές
επεξεργασία- σαπρία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σαπρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.