σανιδώσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασανιδώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σανιδώνω
- θα σανιδώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σανιδώνω
σανιδώσετε