Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαμάρωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
σαμάρωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
σαμαρώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
σαμαρώνω