Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σαλέψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σαλεύω
  2. θα σαλέψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σαλεύω