Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σαλέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σαλεύω
  2. θα σαλέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σαλεύω
  3. να σαλέψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σαλεύω