σαβόρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαβόρι < (άμεσο δάνειο) ιταλική savore < λατινική sapor, -oris (γεύση, χυλός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαβόρι ουδέτερο άκλιτο
- όξινο μαγειρικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται για καρύκευση και διατήρηση τηγανητών ψαριών. Αυτό περιλαμβάνει συνηθέστερα λάδι, ξύδι, σκόρδο, αλεύρι και δενδρολίβανο.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σαβόρι
|